- ἀνθρωπείαι
- ἀνθρωπείᾱͅ , ἀνθρώπειοςhumanfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀνθρώπειαι — ἀνθρώπειος human fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀνθρώπει' — ἀνθρώπεια , ἀνθρώπειος human neut nom/voc/acc pl ἀνθρώπειε , ἀνθρώπειος human masc voc sg ἀνθρώπειαι , ἀνθρώπειος human fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)